- ρινορεία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βιολίδες τής τάξης βιολώδη, με 250 περίπου είδη δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.